σπειρίον

σπειρίον
σπειράομαι
to be coiled
pres part act masc voc sg (epic doric ionic)
σπειράομαι
to be coiled
pres part act neut nom/voc/acc sg (epic doric ionic)
σπειρίον
light summer garment
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σπειρίον — (I) τὸ, Α [σπεῑρα] μικρή σπείρα, κόσμημα στη βάση ιωνικού κίονα. (II) τὸ, Α μικρό σπεῑρον*, ελαφρό καλοκαιρινό ένδυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < σπεῖρον. Η σημ. τής λ. «καλοκαιρινό ένδυμα» θα επέτρεπε τη διόρθωση τής λ. σε σείρια (< Σείριος)] …   Dictionary of Greek

  • σπειρία — σπειρίον light summer garment neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποσπείριον — τὸ, Α αρχιτ. βάση με την μορφή σπειρίου* (Ι). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σπειρίον «ανάγλυφο κόσμημα τών κιόνων»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”